βακτηριοκτόνος

βακτηριοκτόνος
ος , ον бактерицидный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βακτηριοκτόνος" в других словарях:

  • βακτηριοκτόνος — ο ο καταστρεπτικός για τα βακτηρίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. bactericide < bacteri < bacterium (πρβλ. βακτήριο) + cide < λατ. cida < (ρ.) caeolo «σκοτώνω». Ο ελληνικός όρος μαρτυρείται στον Σπυρίδωνα… …   Dictionary of Greek

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»